- περιφλοίζω
- Αξεφλουδίζω, αφαιρώ ολόγυρα τη φλούδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + φλοΐζω «ξεφλουδίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιφλοιζόμενον — περιφλοίζω strip off the bark pres part mp masc acc sg περιφλοίζω strip off the bark pres part mp neut nom/voc/acc sg περιφλοϊζόμενον , περιφλοίζω strip off the bark pres part mp masc acc sg περιφλοϊζόμενον , περιφλοίζω strip off the bark pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφλοισθέντα — περιφλοίζω strip off the bark aor part pass neut nom/voc/acc pl περιφλοίζω strip off the bark aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφλοισθῆναι — περιφλοίζω strip off the bark aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφλοισμός — ὁ, Α [περιφλοίζω] η αφαίρεση τού φλοιού … Dictionary of Greek